Παραμύθια, ιστορίες, youtube που έχουν σχέση με την μητέρα
Posted 05/05/2012
on:- In: A ! | Α 1 ΤΑΞΗ | Α ΤΑΞΗ | ΓΙΟΡΤΗ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ | ΓΛΩΣΣΑ | ΔΡΑΣΕΙΣ 2011-2012 | ΕΡΓΑΣΙΕΣ Α ΤΑΞΗΣ 2011-2012 | ΜΑΘΗΜΑΤΑ | ΠΑΓΚΟΣΜΙΕΣ ΗΜΕΡΕΣ | ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ 2011-2012 | ΥΛΙΚΟ | LIKE
- Σχολιάστε
Θα εμπλουτίζω συνέχεια το υλικό στην ανάρτηση αυτή , γι ΄αυτό μείνετε συντονισμένοι !!! :)))
Λίστες αναπαραγωγής τραγουδιών/ιστοριών για τη μητέρα εδώ κι εδώ κι εδώ κι εδώ
Από το μπλογκοφιλαράκι μας της Τάνιας Μάνεση εδώ σε βιβλίο μπορούμε να διαβάσουμε και να κατεβάσουμε το υπέροχο παραμύθι της Debi Gliori «Θα σ’αγαπώ ό,τι κι να γίνει» εδώ
Από το Blog ο κήπος με τα χρώματα διαβάσαμε το παραμύθι για την ευχή της μάνας.(Ένα παραμύθι από την Γιάννα Σέργη Πηγή: Περιοδικό Σύγχρονο Νηπιαγωγείο τεύχος 22, Ιούλιος-Αύγουστος 2001)
Από την ιστοσελίδα του Δημοτικού Σχολείου Αγίας Μαρίνας Λέρου διαβάζουμε
Η ευχή της μάνας (λέρικο παραμύθι)
Αφήγηση:Χριστοδούλου Ειρήνη, ετών 80 Λέρος, Ιαν. 2003 |
Μια φορά κι έναν καιρό, στα παλιά τα χρόνια, ζούσε μια γυναίκα που είχε τέσσερα παιδιά, τρεις κόρες και έναν γιο. Ο πατέρας τους πέθανε, όταν αυτά ήταν πολύ μικρά και η μάνα τους για να τα ζήσει δούλευε σε διάφορες δουλειές, γιατί ήταν πολύ φτωχιά. Μεγάλωσε και τα τέσσερα παιδιά και τα πάντρεψε αλλά όλα έμεναν μακριά. Από την κούραση και από την ταλαιπωρία αρρώστησε και δεν μπορούσε πια να δουλέψει. Και έπεσε στο κρεβάτι πολύ βαριά. Οι γείτονες δεν την έβλεπαν να πηγαίνει στην ξένη δουλειά και ανησύχησαν. Πήγε το πρωί μία γειτόνισσα για να δει τι είχε και δεν πήγε στη δουλειά και την βρήκε στο κρεβάτι πολύ άρρωστη. —Έλα γειτόνισσα, να πας να φωνάξεις την πρώτη μου κόρη να έρθει, που την χρειάζομαι. Πάει τότε η γειτόνισσα στην πρώτη κόρη και τις λέει να πάει στην μάνα της που είναι πολύ άρρωστη. Εκείνη δεν δέχτηκε να πάει γιατί έπλενε και είχε τα ρούχα μέσα στη σκάφη. — Δεν μπορώ να πάω να την δω γιατί πλένω. Όταν πήγε η γειτόνισσα και της είπε ότι, η κόρη σου δεν μπορεί να έρθει γιατί έχει τα ρούχα μέσα στην σκάφη και πλένει, η άρρωστη μάνα αναστέναξε, δάκρυσε και της είπε: — Σου εύχομαι, κόρη μου, η σκάφη να γίνει το σπίτι σου και να το σέρνεις όπου πας στα όρη και στα βουνά, όλη σου τη ζωή. Από τότε η κόρη της έγινε χελώνα. Τότε, έστειλε την γειτόνισσα στην δεύτερη κόρη. Και αυτή όμως βρήκε δικαιολογία ότι ύφαινε. — Δεν μπορώ να έρθω γιατί έχω στον αργαλειό το νήμα. Τότε πάλι η μάνα δάκρυσε και την καταράστηκε. — Άντε κόρη μου, να υφαίνεις μέρα νύχτα και σταματημό να μην έχεις. Να σου χαλάνε οι άνθρωποι τα υφαντά και να σε κυνηγούν παντού. Κι από τότε έγινε η αράχνη. Μετά την έστειλε στον γιο της, μα κι εκείνος αρνήθηκε. — Πες της μάνας μου ότι, δεν μπορώ να έρθω γιατί βάζω στους τοίχους αστυβές* για να μην μου τους χαλούν. Τότε η μάνα αναστέναξε πάλι και του είπε: —Να έχεις την κατάρα μου και οι αστυβές να γίνουν αγκάθια στο σώμα σου και να γυρίζεις σαν την άδικη κατάρα. Από τότε έγινε ο σκαντζόχοιρος. Τότε θυμήθηκε την μικρή της κόρη και η γειτόνισσα πήγε και σ’ αυτή. Όταν είδε την γειτόνισσα να πηγαίνει στο σπίτι της τόσο πρωί, απόρησε. — Καλώς την, της είπε. Πώς είναι και ήρθες τέτοια ώρα; Η γειτόνισσα της είπε ότι την γύρευε η μάνα της, που είναι πολύ άρρωστη. Η κόρη της εκείνη τη στιγμή ζύμωνε και είχε το ζυμάρι μέσα στην σκάφη. Παράτησε όμως το ζύμωμα κι όπως ήταν με τη ζύμη στα χέρια έτρεξε στην μάνα της. Ούτε που ήθελε να πλυθεί, για πιο γρήγορα. Όταν την είδε η μάνα της, της λέει. — Γιατί κόρη μου είναι τα χέρια σου με τις ζύμες; — Ζύμωνα μάνα και έτρεξα να δω τι έχεις.
Τότε η μάνα της την αγκάλιασε, τη φίλησε και της λέει. — Να έχεις την ευχή μου κόρη μου! Να πετάς από λουλούδι σε λουλούδι, να μαζεύεις το μέλι από τα λουλούδια, να φέρνεις την γλυκασιά. Να είσαι χρήσιμη στον κόσμο. Το ζυμάρι που είναι στα χέρια σου να γίνεται κερί, για τις εκκλησίες. Χωρίς εσένα και το κερί σου να μην μπορεί να λειτουργήσει ο παπάς. Έτσι έγινε η μέλισσα. Γι’ αυτό και η παροιμία λέει: « Ευχή γονέα έπαρε και στο βουνό ανέβα».
*Αστυβές= άγριοι θάμνοι με σκληρά αγκάθια. |
Επιστροφή | |
Μια μέρα συνάχτηκαν όλα τα πουλιά και συμφώνησαν να βάλουν τα παιδιά τους στο σχολείο να μάθουν γράμματα. Ήβραν και δάσκαλο και τον διόρισαν. Άνοιξε το σχολείο κι επήραν τα παιδιά τους και τα έγραψαν.
Ύστερα από λίγες μέρες, μερικά παιδιά πήγαν στο σχολείο και δεν ήξεραν το μάθημά τους. Ο δάσκαλος τα άφησε νηστικά το μεσημέρι. Μέσα στα παιδιά που έμειναν τιμωρία ήταν και το παιδί της κουκουβάγιας.
Η κουκουβάγια, άμα είδε πως εσχόλασαν τα παιδιά το μεσημέρι και το μωρό της δεν εσχόλασε, επήρε λίγο ψωμί και επήγε στο σχολείο να του το δώσει.
Καθώς επήγαινε, την έφτασεν η πέρδικα. Έμεινε κι εκείνης το μωρό της νηστεία, κι επήγαινε να του δώσει λίγο ψωμί. Λέγει η πέρδικα της κουκουβάγιας:
– Να χαρείς τα μάτια σου, γείτονα· έχω πολλή δουλειά και σε παρακαλώ να πάρεις και του μωρού μου το φαΐ του.
– Το παίρνω γειτόνισσα, λέγει η κουκουβάγια, αλλά δεν ξέρω το μώρο σου ποιο είναι.
– Ω, λέγει η πέρδικα, όσο γι’ αυτό, είναι πολύ εύκολο να το βρεις. Το μωρό μου είναι το πιο όμορφο μωρό του σχολείου!
Η κουκουβάγια πήγε στο σχολείο. Παρακάλεσε το δάσκαλο, κι αυτός εδέχτηκε να δώσει το ψωμί του μωρού της. Ύστερα είπε του δασκάλου να την αφήσει να δει όλα τα παιδιά. Εκοίταξε καλά καλά, δεν ήβρε το μωρό τη πέρδικας. Εγύρισε πίσω, επήγε και ήβρε την πέρδικα και της έδωσε το ψωμί της και της λέει:
– Τι να σου κάμω! Εκοίταζα μιαν ώρα και δεν το ήβρα το μωρό σου, γιατί μες στο σχολείο δεν ήταν ομορφότερο μωρό από το δικό μου!
Ένα κείμενο για τη μητέρα, τον Άγγελο κάθε παιδιού,
από το συγγραφέα Πάολο Κοέλιο.
Ένα μικρό παιδί ετοιμάζεται να γεννηθεί.Έχει αγωνία όμως και φοβάται.
Θα υπάρχει άραγε κανείς να το φροντίζει;Ρωτάει λοιπόν το Θεό.
Εκείνος του απαντάει:»Μην ανησυχείς. Μεταξύ πολλών Αγγέλων διάλεξα έναν και για σένα. Θα σε περιμένει στη γη και θα σε φροντίζει».
«Η αγωνία ενός μικρού αγγέλου»
Μια φορά και ένα καιρό ένα παιδί ήταν έτοιμο να γεννηθεί. Την προηγούμενη ημέρα ρώτησε το Θεό: «Μου λένε ότι θα με στείλεις αύριο στη γη. Φοβάμαι. Πώς θα μπορέσω να ζήσω εκεί; Είμαι μικρός και αβοήθητος». Και ο Θεός του απάντησε: «Μην ανησυχείς. Έχω φροντίσει για σένα. Μεταξύ πολλών Αγγέλων διάλεξα έναν και για σένα. Θα σε περιμένει στη γη και θα σε φροντίζει». Το παιδί επέμενε.
«Ναι, αλλά εδώ στον παράδεισο δεν κάνω τίποτα άλλο από το να τραγουδάω και να γελάω κάθε μέρα! Μόνο αυτά χρειάζομαι για να είμαι ευτυχισμένος! Θα νοιώθω τόση ευτυχία στη γη;»
Τότε ο Θεός του είπε:
«Ο Άγγελος που έχω διαλέξει για σένα, ο Άγγελός σου, θα σου τραγουδάει όλη την ημέρα. Θα αισθάνεσαι την αγάπη του κι έτσι θα είσαι ευτυχισμένος».
Και το παιδί ρώτησε:
«Και πώς θα καταλαβαίνω τους ανθρώπους, όταν θα μιλούν, αφού δεν ξέρω τη γλώσσα τους;»
«Αυτό είναι εύκολο», του είπε ο Θεός. «Ο Άγγελός σου θα σου λέει τα πιο όμορφα και γλυκά λόγια, που έχεις ακούσει ποτέ και με πολλή υπομονή και φροντίδα θα σε μάθει να μιλάς»!
Και ύστερα το παιδί κοιτώντας το Θεό ρώτησε: «Και τι θα κάνω, όταν θα θέλω να μιλήσω σε σένα;»
Ο Θεός χαμογέλασε στο παιδί και του είπε: «Ο Άγγελός σου θα σε μάθει πώς να προσεύχεσαι»!
Και το παιδί είπε: «Έχω ακούσει ότι στη γη υπάρχουν και κάποιοι άνθρωποι, που είναι κακοί. Ποιος θα με προστατεύσει από τους κακούς;»
Ο Θεός αγκάλιασε το παιδί και του είπε:
«Ο Άγγελός σου θα σε υπερασπιστεί ακόμα και αν χρειαστεί να βάλει σε κίνδυνο την ζωή του».
Λυπημένο το παιδί τον ρώτησε: «Ναι, αλλά πάντα θα είμαι λυπημένος, γιατί δε θα σε βλέπω πια».
– «Ο Άγγελός σου θα σου μιλάει συνέχεια για μένα και θα σε διδάξει τον τρόπο που θα μπορέσεις να γυρίσεις πάλι σε μένα. Έτσι και αλλιώς δε θα σου λείψω ποτέ, αφού θα είμαι πάντα δίπλα σου».
Τη συγκεκριμένη στιγμή επικρατούσε απόλυτη γαλήνη στον παράδεισο και οι μακρινές φωνές από τη γη είχαν ήδη ακουστεί.
Το παιδί βιαστικά ρώτησε: «Θεέ μου αν πρέπει να φύγω τώρα πες μου το όνομα του Αγγέλου μου!»
Και ο Θεός απάντησε: «Τον Άγγελό σου θα τον αναγνωρίσεις εύκολα. Άλλωστε θα είναι ο πρώτος που θα αντικρίσεις, φτάνοντας στη γη. Το όνομα του Αγγέλου σου δεν είναι τόσο σημαντικό…
…θα την φωνάζεις απλά «μαμάκα»!
«Η καρδιά της Μάνας», Άγγελος Βλάχος
αγάπησε μιας μάγισσας την κόρη.
– Δεν αγαπώ εγώ, του λέει, παιδιά,
μ’ αν θέλεις να σου δώσω το φιλί μου,
της μάνας σου να φέρης την καρδιά
να ρίξω να την φάη το σκυλί μου. Τρέχει ο νειός, την μάνα του σκοτώνει
και την καρδιά τραβά και ξεριζώνει
και τρέχει να την πάη, μα σκοντάφτει
και πέφτει ο νειός κατάχαμα με δαύτη. Κυλάει ο γυιός και η καρδιά κυλάει
και την ακούει να κλαίη και να μιλάη.
Μιλάει η μάνα στο παιδί και λέει:
– Εχτύπησες, αγόρι μου;…και κλαίει!
Μια μελοποιημένη εκδοχή της ιστορίας υπάρχει στο τραγούδι του Παντελή Θαλασσινού, «Της μάνας η καρδιά».
Ένα παλικάρι ήτανε μια φορά,
που αγάπαγε με πάθος μια όμορφη κυρά.
Μια μέρα, όπως έπαιρνε τα λάγνα της φιλιά,
«ζήτα μου οτιδήποτε», της λέει τρυφερά.
«Αν μ’ αγαπάς», του είπε, με νάζι και καημό,
«την καρδιά της μάνας σου εγώ επιθυμώ».
Έτσι λοιπόν ξεκίνησε, να πάει στο πατρικό του,
ποτέ του αυτός δεν πάτησε τον όρκο το δικό του.
«Δώσε μου, μάνα, την καρδιά, στα πόδια της ν’ αφήσω».
«Αν είναι γιε μου για καλό, εγώ στηνε χαρίζω».
Κι έτσι της πήρε την καρδιά και χάθηκε στο δρόμο,
μα σε μια πέτρα σκόνταψε και δάκρυσε απ’ τον πόνο.
«Χτύπησες μήπως γιόκα μου, ψηλό μου κυπαρίσσι;»
γυμνή η καρδιά τού μίλησε, προτού να ξεψυχήσει.
Με ματωμένα χέρια φτάνει στο σπιτικό της,
«να η καρδιά που γύρευες» και την αφήνει εμπρός της.
Μα αυτή καν δεν τον κοίταξε κι άρχισε να γελάει,
«μήπως θα ‘ταν καλύτερο να μου τη φέρεις Μάη…».
Στο διαδίκτυο υπάρχουν ιστορίες όπως
Της μάνας μου το πρωινό φιλί
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Λόγια – Παρουσίαση: ΚαΤερίνη
Με ξύπνησε ξημέρωμα μια αύρα μια πνοή
στο μάγουλο φτερούγισε της μάνας μου φιλί
το χάδι της με γέμισε με αγάπη και στοργή
και πίσω ξαναγύρισα ξανάγινα παιδί
μ’ ένα φιλί και μια ευχή και το χαμόγελο της
σαν ξύπνησα τον ήλιο μου είδα στο πρόσωπο της
σου έφερα ροδόνερο σιγά μου ψιθυρίζει
για να πλυθείς και να λουστείς και να γλυκομυρίζεις
στέγνωσε τα μαλλάκια σου στις κεντητές πετσέτες
που ‘χουν χρωματιστά πουλιά αστέρια και βιολέτες
απ’ τα κεντίδια κόκκινο, πάρε σαν ένα χάδι
στα μάγουλα σου ακούμπησε ν’ αφήσει κοκκινάδι
άσε λυμένα τα μαλλιά, στους ώμους ν’ ανεμίζουν
σαν τα φυσάει ο άνεμος αυτά να παιχνιδίζουν
φόρεσε τ’ άσπρο φόρεμα και το λευκό μαντήλι
και το βαφτιστικό σταυρό ακούμπησε στα χείλη.
βάλε στο μέρος της καρδιάς το πρωινό φιλί μου
κι έλα για λίγο να σε δω, άστρο και γιασεμί μου
έλα και σου ‘χω έτοιμα φτερά για να πετάξεις
τα όνειρα σου μάτια μου για να τα κάνεις πράξεις
στον ουρανό φτερούγησε σε θάλασσες σε δάση.
μα όσο μακριά μου κι αν πετάς ποτέ να μη ξεχάσεις
στις προσευχές θα βρίσκεσαι και μες στην αγκαλιά μου
στη σκέψη και στα όνειρα στους χτύπους της καρδιάς μου
την πρωινή μου την ευχή σου στέλνω πριν χαράξει
από το μάτι του κακού αυτή να σε φυλάξει
κι όταν ξυπνάς κάθε πρωί, τον ήλιο σαν κοιτάξεις
στην αγκαλιά του πρωινού ποτέ να μη ξεχάσεις
να ψάχνεις μέσα στη ζωή τα άνθη τα λευκά της
και την ευχή μου θα τη βρεις μέσα στη μυρωδιά της
ΚαΤερίνη
Μουσική Γιάννης Μαρκόπουλος
Από το ιστολόγιο του Λάμπρου εδώ μας άρεσαν ιδιαίτερα
Δημοσιεύτηκε στις 23 Απρ 2012 από lamprinila
Η μανούλα μου, my mother, kid’s song
Γερμανική μελωδία, στίχοι: Αγγελική Καψάσκη
Έχω μια γλυκειά μανούλα,
που πολύ με αγαπά
νύχτα μέρα με φροντίζει και για με καρδιοχτυπά
Σαν γλυστρήσω και χτυπήσω
θε να τρέξω στο λεπτό
στην αγκάλη της να πέσω
με λαχτάρα και καημό
Μ’ ένα της γλυκό φιλάκι
κάθε πόνος πάει μακρυά
κι είν’ η πιο ζεστή φωλίτσα
η γλυκειά της αγκαλιά
Σχολιάστε